διαχείριση, αναγκαστική

διαχείριση, αναγκαστική
(Νομ.). Η α.δ. επιβάλλεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της εκάστοτε περιφέρειας σε ένα ακίνητο ή σε μια επιχείρηση έπειτα από αίτηση δανειστή, με σκοπό να ικανοποιηθεί η απαίτησή του από τα έσοδα της διαχείρισης. Η πολιτική δικονομία παρέχει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο όσον αφορά την επιβολή ή μη της α.δ., με ουσιαστικό κριτήριο τη σκοπιμότητα ή όχι της επιβολής. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση προσβάλλεται μόνο με έφεση. Η α.δ. εγγράφεται στα βιβλία κατασχέσεων, αν πρόκειται για ακίνητο ή σε ειδικό βιβλίο του πρωτοδικείου, αν πρόκειται για επιχείρηση. Προβλέπεται μέριμνα για την καταβολή των εξόδων διατροφής του οφειλέτη, καθώς και της οικογένειάς του, όταν δεν διαθέτουν άλλους πόρους. Στον διαχειριστή, καθώς και στον επόπτη α.δ., o οποίος επίσης διορίζεται από το δικαστήριο, καταβάλλεται αποζημίωση, το ύψος της οποίας ορίζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Τα καθήκοντα του διαχειριστή περιγράφονται λεπτομερώς στον Κ.Π.Δ. Ο διαχειριστής οφείλει να υποβάλλει κάθε χρόνο, αλλά και στο τέλος της α.δ., λογοδοσία προς τον οφειλέτη, προς αυτόν που υπέβαλε την αίτηση για την α.δ. και προς τους δανειστές, οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπονται. Η α.δ. δεν εμποδίζει τη διάθεση του ακινήτου ή της επιχείρησης, συνεχίζεται όμως και ύστερα από αυτήν. Ευρείας έκτασης είναι επίσης η διακριτική ευχέρεια του Μονομελούς Πρωτοδικείου σχετικά με την άρση της α.δ., η οποία μπορεί να αναγγελθεί όχι μόνο στην περίπτωση ικανοποίησης των δανειστών ή παραίτησής τους, αλλά και για άλλους λόγους, και ιδιαίτερα όταν η παράτασή της κριθεί απρόσφορη από το δικαστήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”